- φυρομυαλίζω
- φυρομυάλισα, και φυρομυαλιάζω φυρομυάλιασα, αμτβ., είμαι ή γίνομαι φυρόμυαλος, καταντώ να έχω λειψά τα μυαλά μου, κλουβιαίνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυρομυαλίζω — και φυρομυαλιάζω Ν [φυρόμυαλος] αρχίζει να φυραίνει το μυαλό μου, να χάνω τις πνευματικές μου ικανότητες … Dictionary of Greek